- στιλβότης
- -ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός]η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλβότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότητα — στιλβότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότητος — στιλβότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)